- λειριόεις
- λειριόεις, -εσσα, -εν (Α) [λείριον]1. αυτός που μοιάζει με κρίνο ως προς το χρώμα, λευκός σαν το κρίνο2. μτφ. τρυφερός, απαλός («Εσπερίδες λειριόεσσαι», Κόιντ.)3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρίνο («λειριόεντα κάρη» — τα άνθη τού κρίνου, τα κρίνα, Νίκ.)4. (για τη φωνή τού τζιτζικιού) λεπτός, οξύς, διαπεραστικός, μονότονος («οἵ τε καθ' ὕλην δενδρέῳ καθεζόμενοι ὄπα λειριόεσσαν ἱεῑσι», Ομ. Ιλ.)5. (για τη φωνή τών Μουσών) γλυκύς, τρυφερός, απαλός.
Dictionary of Greek. 2013.